- συναισθάνομαι
- ΝΜΑ, και συναίσθομαι Α1. συμμερίζομαι τα συναισθήματα κάποιου, έχω κι εγώ το ίδιο συναίσθημα (α. «συναισθάνομαι τον πόνο σου» β. «συναισθάνεσθαι καὶ συναλγεῑν ἀλλήλοις», Πλούτ.)2. έχω πλήρη συνείδηση ενός πράγματος, εννοώ κάτι με όλη του τη σημασία, κατανοώ πλήρως (α. «συναισθάνθηκε το σφάλμα του» β. «συναισθάνονται ὅτι ἁμαρτάνουσι», Κλήμ. Αλ.)νεοελλ.έχω ορισμένο συναίσθημα, καταλαμβάνομαι από ορισμένη ψυχική κατάστασημσν.-αρχ.1. συλλαμβάνω με τις αισθήσεις μαζί ή συγχρόνως με κάποιον (α. «τὰ ἔντομα ὄντα πόρρω συναισθάνεται», Αριστοτ.β. «πῶς αἱ κολαζόμεναι ψυχαὶ συναισθάνονται μὴ σώματα οὖσαι;» Κλήμ.)2. συλλαμβάνω με τον νου («τοῑς μηδέπω... συνῃσθημένοις τὴν πολυποίκιλον σοφίαν τοῡ θεοῡ», Μεθόδ.)3. αντιλαμβάνομαι ταυτόχρονα («συναισθάνεται τῇς ἑαυτοῡ παρρησίας καὶ τῆς τῶν ἀκουόντων ἀσθενείας», Κλήμ. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.